-
1 κωφάω
κωφάω, stumm machen, übertäuben; τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾶσαν ἰωήν Opp. Cyn. 3, 286; – taub machen, betäuben; τὸν ὑπ' ἀπαιδευσίας κεκωφημένον τῶν ὤτων ἐξελκύσας Clearch. bei Ath. XII, 516 b. – Auch κωφέω, Hesych.
-
2 κωφάω
A make dumb, silence,πᾶσαν ἰωήν Opp.C.3.286
:— [voice] Pass., grow dumb or deaf, become stupid,ὑπ' ἀπαιδευσίας κεκωφημένος Clearch.6
.II generally, maim, injure, Hsch.
См. также в других словарях:
κωφώ — (I) κωφῶ, άω (Α) [κωφός] 1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾱσαν ἰωήν», Οππ.) 2. κολοβώνω κάποιον 3. παθ. κωφῶμαι, άομαι αποβλακώνομαι. (II) κωφῶ έω (Α) [κωφός] πιθ. κολοβώνω κάποιον. (III) κωφῶ, όω… … Dictionary of Greek